- βροντηχτός
- -ή, -όεπίρρ. βροντηχτά αυτός που γίνεται με βροντή, με κρότο: Το ερειπωμένο κτίριο σωριάστηκε βροντηχτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.